πέλυξ

πέλυξ
πέλυξ, υκος, ,
A = πέλλα 1, Poll.10.105.
II a kind of axe, LXX Je. 23.29, Babr.64.9 (with [pron. full] ), Ath.9.392b, PHamb.10.40 (ii A.D.) ; rejected as barbarous by Phot. s.v. πέλεκυς :—[var] Dim. [full] πελύκιον, τό, Peripl.M.Rubr.6,17, PRyl.393v 15 (ii/iii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πέλυξ — axe masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλυξ — (I) υκος, ὁ, Α ξύλινο αγγείο, πλατύ στον πυθμένα και στενότερο στο στόμιο, το οποίο χρησίμευε κατά την αρχαιότητα για άρμεγμα, η πέλλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πέλλα (Ι) «δοχείο για άρμεγμα» κατά το κάλυξ]. (II) υκος, ὁ, ΑΜ είδος πελέκεως.… …   Dictionary of Greek

  • πελύκων — πέλυξ axe masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλυκα — πέλυξ axe masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλυκας — πέλυξ axe masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλυκι — πέλυξ axe masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλυκος — πέλυξ axe masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλυξι — πέλυξ axe masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλυξιν — πέλυξ axe masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελύκιον — τὸ, Α [πέλυξ, υκος] υποκορ. τού πέλυξ* …   Dictionary of Greek

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”